κτηματαγορά

κτηματαγορά
η
γραφείο ή τόπος όπου γίνονται αγοραπωλησίες χτημάτων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κτηματαγορά — η 1. τόπος όπου διενεργούνται αγοραπωλησίες κτημάτων 2. το σύνολο τών τιμών και τών συνθηκών που ισχύουν κατά την αγορά και πώληση τών κάθε είδους κτημάτων, αστικών ή αγροτικών, σε ορισμένη χρονική περίοδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, ατος + αγορά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”